καταμαθηματικεύω

καταμαθηματικεύω
καταμαθηματικεύω (Α)
ανάγω σε μαθηματικούς όρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + μαθηματικεύω / -ομαι «χρησιμοποιώ μαθηματικό συλλογισμό»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”